- βεμβικώδης
- βεμβικώδης, -ες (Α) [βέμβιξ]όμοιος με σβούρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βεμβικῶδες — βεμβικώδης like a top masc/fem voc sg βεμβικώδης like a top neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… … Dictionary of Greek